- πατρωοῦ
- πατρωόςstepfathermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατρῴου — πατρῴ̱ου , πατρῷος of masc/neut gen sg πατρῴ̱ου , πατρῷος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLEA — I. OLEA Minervae inventrici, apud Poetas, sacra: iuxta illud Virg. l. 1. Georg. v. 18. Oleaeque Minerva Inventrix: Olympionicarum frontes cinxit, secundum quosdam, vide supra Cotinus: pacisque, nec non duritiei emollitae, agriculturae,… … Hofmann J. Lexicon universale
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Православные старостильные церкви Греции — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый Завет … Википедия
отьчьскыи — (139) пр. 1.Пр. к отьць в 1 знач.: вѣры же ради ѥже въ х(с)а. оц҃ьскоѥ б҃атьство ѡставль и бы(с) мнихъ. ПрЛ 1282, 70в; Егда припадаѥши предъ б҃мь въ мл҃тве. такъ бѹди въ помыслѣ своѥмь. аки мрави˫а… и ˫ако дѣтищь нѣмѹ˫а. да сподобиши промышлени˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
NOVEMVIRI — apud Athenienses fuêre inter praecipuos eorum Magistratus, qui annuô Imperiô defungebantur sic: ut unusillorum Archon diceretur Fastosque signaret, alter Rex, tertius Polemarchus, reliqui sex Thesmothetae, teste Polluce l. 8. c. 9. Quos… … Hofmann J. Lexicon universale
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… … Dictionary of Greek
ιών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek